Αρκετά συχνά πολλοί αναγνώστες εφημερίδων σε ολόκληρο τον κόσμο δεν μένουν ευχαριστημένοι με τον τρόπο που η εφημερίδα της προτίμησής τους καλύπτει ένα συγκεκριμένο θέμα ή δεν συμφωνούν με μια συγκεκριμένη πολιτική του εντύπου.
Για παράδειγμα, πολλοί από τους φανατικούς αναγνώστες των «New York Times» δυσανασχέτησαν καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα η εφημερίδα αναφερόταν στα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές επιθέσεις κάνοντας λόγο για «τεχνικές εντατικής ανάκρισης».
Βεβαίως, εκτός από το να στείλουν μια επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα ή να αφήσουν ένα επικριτικό σχόλιο στην ηλεκτρονική της έκδοση οι αναγνώστες δεν μπορούν και να κάνουν πολύ περισσότερα. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει ο θεσμός του «public editor», τον οποίο έχουν αφομοιώσει οι μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου.
Στην ουσία πρόκειται για έναν δημοσιογράφο ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα από τη διοίκηση της εφημερίδας, στόχος του οποίου είναι να εξετάζει αν το έντυπο για το οποίο εργάζεται ακολουθεί τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Επίσης ανάμεσα στα καθήκοντά του είναι να εξετάζει ενδελεχώς τα παράπονα των αναγνωστών προκειμένου να διαπιστώσει αν έχουν βάση καθώς επίσης και να λειτουργεί ως ενδιάμεσος ανάμεσα στους αναγνώστες και τους διευθυντές ή τους δημοσιογράφους της εφημερίδας.
Επειδή οι «public editors» ουσιαστικά είναι υπάλληλοι της εφημερίδας την οποία κριτικάρουν θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει για το πόσο ανεξάρτητοι είναι ή θα μπορούσε να σκεφτεί ότι είναι προκατειλημμένοι υπέρ της.
Παρ' όλα αυτά εφημερίδες με κύρος που σέβονται τον εαυτό τους δεν θα απέλυαν ποτέ έναν «public editor» για την κριτική που τους άσκησε, ακόμη και αν ήταν ιδιαίτερα σκληρή.
Η θητεία των «public editors» είναι συνήθως περιορισμένη και ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να εξασφαλίζουν όχι μόνο την ανεξαρτησία τους, αλλά και την ακεραιότητά τους.
Εχουν τη δυνατότητα να κάνουν ρεπορτάζ μέσα στην εφημερίδα, να ζητήσουν από δημοσιογράφους εξηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο κάλυψαν ένα θέμα ή να ζητήσουν από τη διεύθυνση της εφημερίδας να αιτιολογήσει συγκεκριμένες πολιτικές. Στο τέλος γράφουν το ρεπορτάζ όπου εκθέτουν τα συμπεράσματά τους ακόμη και αν αυτά δεν είναι καθόλου κολακευτικά για την εφημερίδα.
Η Μάργκαρετ Σάλιβαν είναι η πέμπτη κατά σειρά «public editor» της εφημερίδας «New York Times», η οποία αποφάσισε να ενσωματώσει την «ειδικότητα» στο δυναμικό της μετά το σκάνδαλο με τον δημοσιογράφο Τζέισον Μπλερ. Να θυμίσουμε ότι η υπόθεση αφορούσε «ρεπορτάζ» του νεαρού δημοσιογράφου που ανήκαν στην ουσία στον χώρο της μυθοπλασίας.
Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που είχαν πλήξει ποτέ την «γκρίζα κυρία» της αμερικανικής δημοσιογραφίας και ο θεσμός του «public editor» θεωρήθηκε ότι ήταν απαραίτητος προκειμένου να λειτουργήσει σαν δικλίδα ασφαλείας, αλλά και σαν εγγύηση ότι ανάλογα σκάνδαλα δεν θα συνέβαιναν στο μέλλον.
Το τελευταίο ρεπορτάζ της Σάλιβαν στην εφημερίδα αφορά το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα οι «New York Times» γνώριζαν αλλά απέκρυπταν από το αναγνωστικό κοινό τους το γεγονός ότι η βάση των μη επανδρωμένων αεροπλάνων που βομβάρδιζαν στόχους στην Υεμένη βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία. «Το πιο σοβαρό ζήτημα στην υπόθεση είναι το αν η πληροφορία θα έπρεπε να παραμείνει κρυφή.
Οι αιτίες που αναφέρει η διεύθυνση των "New York Times", ότι δηλαδή η αποκάλυψή της θα ενοχλούσε τους Σαουδάραβες, δεν πείθουν κανέναν. Η απόκρυψη κυβερνητικών μυστικών δεν είναι δουλειά μιας εφημερίδας, εκτός και αν υπάρχει σαφής λόγος κρατικής ασφάλειας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει» γράφει η Σάλιβαν. Το ρεπορτάζ της με τη σκληρή κριτική που περιέχει δημοσιεύτηκε φυσικά στην εφημερίδα.
Πηγή: tovima.gr
Για παράδειγμα, πολλοί από τους φανατικούς αναγνώστες των «New York Times» δυσανασχέτησαν καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα η εφημερίδα αναφερόταν στα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές επιθέσεις κάνοντας λόγο για «τεχνικές εντατικής ανάκρισης».
Βεβαίως, εκτός από το να στείλουν μια επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα ή να αφήσουν ένα επικριτικό σχόλιο στην ηλεκτρονική της έκδοση οι αναγνώστες δεν μπορούν και να κάνουν πολύ περισσότερα. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει ο θεσμός του «public editor», τον οποίο έχουν αφομοιώσει οι μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου.
Στην ουσία πρόκειται για έναν δημοσιογράφο ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα από τη διοίκηση της εφημερίδας, στόχος του οποίου είναι να εξετάζει αν το έντυπο για το οποίο εργάζεται ακολουθεί τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Επίσης ανάμεσα στα καθήκοντά του είναι να εξετάζει ενδελεχώς τα παράπονα των αναγνωστών προκειμένου να διαπιστώσει αν έχουν βάση καθώς επίσης και να λειτουργεί ως ενδιάμεσος ανάμεσα στους αναγνώστες και τους διευθυντές ή τους δημοσιογράφους της εφημερίδας.
Επειδή οι «public editors» ουσιαστικά είναι υπάλληλοι της εφημερίδας την οποία κριτικάρουν θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει για το πόσο ανεξάρτητοι είναι ή θα μπορούσε να σκεφτεί ότι είναι προκατειλημμένοι υπέρ της.
Παρ' όλα αυτά εφημερίδες με κύρος που σέβονται τον εαυτό τους δεν θα απέλυαν ποτέ έναν «public editor» για την κριτική που τους άσκησε, ακόμη και αν ήταν ιδιαίτερα σκληρή.
Η θητεία των «public editors» είναι συνήθως περιορισμένη και ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να εξασφαλίζουν όχι μόνο την ανεξαρτησία τους, αλλά και την ακεραιότητά τους.
Εχουν τη δυνατότητα να κάνουν ρεπορτάζ μέσα στην εφημερίδα, να ζητήσουν από δημοσιογράφους εξηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο κάλυψαν ένα θέμα ή να ζητήσουν από τη διεύθυνση της εφημερίδας να αιτιολογήσει συγκεκριμένες πολιτικές. Στο τέλος γράφουν το ρεπορτάζ όπου εκθέτουν τα συμπεράσματά τους ακόμη και αν αυτά δεν είναι καθόλου κολακευτικά για την εφημερίδα.
Η Μάργκαρετ Σάλιβαν είναι η πέμπτη κατά σειρά «public editor» της εφημερίδας «New York Times», η οποία αποφάσισε να ενσωματώσει την «ειδικότητα» στο δυναμικό της μετά το σκάνδαλο με τον δημοσιογράφο Τζέισον Μπλερ. Να θυμίσουμε ότι η υπόθεση αφορούσε «ρεπορτάζ» του νεαρού δημοσιογράφου που ανήκαν στην ουσία στον χώρο της μυθοπλασίας.
Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που είχαν πλήξει ποτέ την «γκρίζα κυρία» της αμερικανικής δημοσιογραφίας και ο θεσμός του «public editor» θεωρήθηκε ότι ήταν απαραίτητος προκειμένου να λειτουργήσει σαν δικλίδα ασφαλείας, αλλά και σαν εγγύηση ότι ανάλογα σκάνδαλα δεν θα συνέβαιναν στο μέλλον.
Το τελευταίο ρεπορτάζ της Σάλιβαν στην εφημερίδα αφορά το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα οι «New York Times» γνώριζαν αλλά απέκρυπταν από το αναγνωστικό κοινό τους το γεγονός ότι η βάση των μη επανδρωμένων αεροπλάνων που βομβάρδιζαν στόχους στην Υεμένη βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία. «Το πιο σοβαρό ζήτημα στην υπόθεση είναι το αν η πληροφορία θα έπρεπε να παραμείνει κρυφή.
Οι αιτίες που αναφέρει η διεύθυνση των "New York Times", ότι δηλαδή η αποκάλυψή της θα ενοχλούσε τους Σαουδάραβες, δεν πείθουν κανέναν. Η απόκρυψη κυβερνητικών μυστικών δεν είναι δουλειά μιας εφημερίδας, εκτός και αν υπάρχει σαφής λόγος κρατικής ασφάλειας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει» γράφει η Σάλιβαν. Το ρεπορτάζ της με τη σκληρή κριτική που περιέχει δημοσιεύτηκε φυσικά στην εφημερίδα.
Πηγή: tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η γνώμη σας μετράει για μάς