13 Σεπ 2016

ΗΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΕΚΕΙ…







Ένα μεγάλο κανάλι, το  MEGA, από τα πρώτα και τα πιο δυναμικά, από αυτά που ούτε μπορούσε κανείς να διανοηθεί ότι θα κλείσει, αργοπεθαίνει εδώ και μερικούς μήνες μπροστά στα μάτια μας.  Μπορεί να μην είναι ο πρώτος αργός θάνατος που παρακολουθούμε σε ζωντανή μετάδοση- προηγήθηκαν το Αλτερ ,  η Ελευθεροτυπία, ο Φλάς για να αναφέρουμε μόνο μερικά από τα πιο γνωστά Μέσα- αλλά αυτό δεν το κάνει λιγότερο οδυνηρό.  Γιατί  πίσω από την μαρκίζα με το γνωστό όνομα, βρίσκονται εκατοντάδες εργαζόμενοι που ζούν την απόλυτη συντριβή. 

Ολο αυτό τον καιρό διαβάσαμε πολλά άρθρα και αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ανθρώπους  που βιώνουν αυτή την  συντριβή, τον καθημερινό πόνο και την ανασφάλεια, τον τρόμο μπροστά στο σκοτεινό αύριο. Τα περισσότερα νοτισμένα από συναισθήματα που σε συγκλονίζουν. 

Το μπλογκ μας επιλέγει σήμερα να ανα- δημοσιεύσει ένα από αυτά, του καλού συναδέλφου Μάνου Τσαγκαράκη για ένα συγκεκριμένο λόγο. Γιατί τολμάει, και με την εξαίρετη πένα του  προσθέτει πλάι στο συναίσθημα την οξύτατη  και αποκαλυπτική ματιά του δημοσιογράφου που τα βλέπει όλα και τα λέει όλα. Ετσι όπως οφείλουμε να κάνουμε εμείς οι δημοσιογράφοι.
ΜΑΧΟΜΕΝΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ





Του Μάνου Τσαγκαράκη

Όταν ήμουν παιδί, με το απορρυπαντικό που αγόραζε η μητέρα μου, έδιναν δώρο ένα παιδικό βιβλίο με τις περιπέτειες ενός εφήβου –του Άλκη- που ακολουθούσε τον αρχαιολόγο θείο του στις ανασκαφές και με κάποιο μαγικό τρόπο μεταφερόταν στην εποχή της ακμής του τόπου. «Ήμουν κι εγώ εκεί», ήταν ο τίτλος του και έμαθα πολλά από τη σειρά που αναφερόταν σε αρχαίους πολιτισμούς απ’ όλο τον πλανήτη.
«Ήμουν κι εγώ εκεί», μπορώ κι εγώ να πω τώρα για το MEGA που –δυστυχώς- όπως φαίνεται πνέει τα λοίσθια…

 Ήμουν εκεί, από τους πρώτους πιονέρους του πρώτου και μεγαλύτερου καναλιού της ιδιωτικής τηλεόρασης. Και οι μνήμες που έρχονται τώρα στην επιφάνεια, με γεμίζουν θλίψη γι’ αυτό το επικείμενο άδοξο τέλος.
Είχε μόλις κλείσει η «Βραδυνή» όπου δούλευα, το Μάη του ’89, όταν δέχθηκα ένα τηλεφώνημα. «Πάρε τηλέφωνο στο τάδε νούμερο τον Ιάσονα το Μοσχοβίτη. Ετοιμάζει ιδιωτικό κανάλι με το Μέμο το Φαράκο και σε θέλουν»! Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου, αλλά ούτε και στην τύχη μου, ούτε καν στις δυνατότητές μου. Τι ήξερα εγώ από τηλεόραση; Ούτε καν… παρακολουθούσα!
Τους δυο γίγαντες της δημοσιογραφίας τους γνώριζα καλά. Ο Μοσχοβίτης ήταν διευθυντής μου στην «Βραδυνή» κι ο αείμνηστος Μέμος ήταν ο άνθρωπος μαζί με τον οποίο υπέγραψα το πρώτο μου πρώτο θέμα στην ίδια εφημερίδα. Όταν τηλεφώνησα, ο «θείος» -έτσι τον λέγαμε και στη «Βραδυνή» και μετά, στο MEGA- μου έκανε μια και μόνη ερώτηση: «Μπορείς να συνεργαστείς με το Γιώργο τον Γεωργιάδη;». «Φυσικά», απάντησα. Άλλωστε, ο Γιώργος ήταν ένας από τους συναδέλφους που πάντα εκτιμούσα. «Ωραία. Οι δυο σας θα καλύπτετε το αστυνομικό. Θα σας ενημερώσουμε πότε ξεκινάμε δοκιμαστικά», είπε κι έκλεισε.
Πέρασε κάμποσος καιρός, ώσπου να γίνει η πρώτη συγκέντρωση στα γραφεία του «Έθνους». Ξαφνικά, ανέτειλε ένας νέος κόσμος μπροστά μου! Ο μεγάλος σκηνοθέτης Κώστας Λυχναράς ήταν ο πρώτος που ανέλαβε να μας «βομβαρδίσει» με γνώσεις κι εμείς να τον κατακλύσουμε με… ερωτήσεις! Από τη μοναχική δουλειά του ρεπόρτερ, βρέθηκα αίφνης στην ομαδική, στην απαραίτητη συνεργασία με τον οπερατέρ και τον ηχολήπτη, το μοντέρ, ακόμη και με τον οδηγό –πρώτος κι αξέχαστος ο μακαρίτης Γιάννης Τζαγκαράκης που «έφυγε» νωρίς.
Τα δοκιμαστικά ήταν μια πρωτοφανής εμπειρία. Έπρεπε να μάθουμε τι να ζητάμε από την κάμερα, να καθοδηγούμε και να δεχόμαστε συμβουλές, πώς να κάνουμε κοφτές ερωτήσεις και να μην διακόπτουμε όταν παίρνουμε απαντήσεις, πώς να στηθούμε για το σωστό stand up. Να γράφουμε το σπικάζ με τηλεοπτικό τρόπο κι όχι εφημεριδίστικο, να εξηγούμε στο μοντέρ τι θέλουμε να αναδείξουμε, να τηρούμε τους χρόνους, να, να, να…
Μέσα απ’ όλα αυτά, σε μια «τρύπα» των γραφείων του τότε Sky Fm στην οδό Φιλελλήνων, «γεννήθηκε» μια παρέα ανθρώπων που ζούσαν ο ένας για τον άλλο και απολάμβαναν αυτό που έκαναν. Λίγο καιρό μετά, το στριμωξίδι έγινε πιο… αραιό και το «δέσιμο» ανάμεσά μας πιο μεγάλο, στα κάπως μεγαλύτερα γραφεία της Ξενοφώντος.
Όταν το κανάλι βγήκε στον αέρα, η αίσθηση που έκανε ήταν τρομακτική. Η απήχησή του στον κόσμο, επίσης. Όλοι έτρεχαν να μας χαιρετίσουν, τα αυτοκίνητα παραμέριζαν να περάσει το βαν με τα σήματα του σταθμού, οι πάντες μας άνοιγαν την πόρτα τους! Μας θεωρούσαν δικούς τους ανθρώπους. Τους είχαμε κερδίσει! Και τους κερδίσαμε με τη δουλειά μας, αλλά κυρίως επειδή τους πλησιάσαμε και αφουγκραστήκαμε την κοινωνία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν –μια ολόκληρη ζωή- ήρθαν επιτυχίες, αποτυχίες, προσωπικές χαρές και λύπες. Δημιουργήσαμε φιλίες, σχέσεις, οικογένειες. Κάποιοι νέοι ήρθαν, άλλοι έφυγαν, μερικοί για πάντα. Ο Σωτήρης ο Σοφός ήταν ο δεύτερος, μετά τον παραλίγο συνεπώνυμο Γιάννη. Τον ακολούθησαν ο Κώστας ο Διαβολίτσης, ο Νίκος ο Χρυσαφόπουλος… Αλλά το MEGA εξακολουθούσε να έχει την οικογενειακή ατμόσφαιρα του ξεκινήματός του. Οι μέρες στα στούντιο της Σταδίου που η δημοσιογραφική δουλειά βρισκόταν στο απόγειό της, ήταν μάλλον η τελευταία αναλαμπή αυτής της ομαδικής δουλειάς, της δίψας και του πόθου για επιτυχία –όχι μόνο προσωπική, αλλά του καναλιού. 

Στο παγερό και αυστηρά «επαγγελματικό» περιβάλλον της Μεσογείων, όπου ενοποιήθηκαν η Σταδίου και η μακρινή Παιανία απ’ όπου «έβγαινε» ως τότε το δελτίο, άρχισε σταδιακά η αποξένωση. Και κάπου εκεί, γύρω στα τέλη του 2003, άρχισε να φαίνεται και αυτό που σήμερα αποκαλείται «διαπλοκή»… Πώς; Στην αρχή με απλά αλλά κραυγαλέα πράγματα, όπως η κατάρρευση της (Μπομπολέικης) γέφυρας της Αττικής οδού που δεν έπαιξε ποτέ στο κεντρικό δελτίο!
Το ρεπορτάζ άρχισε να μειώνεται σταδιακά προς δόξαν των «παραθύρων» και όσοι ως τότε έτρεχαν πρώτοι στην είδηση βρέθηκαν να περνούν τις μέρες τους πίσω από τα κομπιούτερ ή να καλύπτουν θέματα που δεν έπαιζαν ποτέ. Η ατμόσφαιρα άρχισε να χαλάει, σαν ξινισμένο τυρί. Όσοι την ένιωσαν και δεν την άντεξαν, αποχώρησαν οικειοθελώς. Όσοι αντέδρασαν, τέθηκαν στο περιθώριο ή απομακρύνθηκαν (ή και τα δυο). Άνθρωποι που βοήθησαν να «χτιστεί» το MEGA άκουσαν ότι… «κουράστηκαν και δεν μπορούν να προσφέρουν πια»!
Άλλωστε, το έργο της προπαγάνδας που έπρεπε να στηρίξει τη διαπλοκή, δεν μπορούσε να στηριχτεί στα βίντεο του ενάμισι λεπτού με το ρεπορτάζ του «δρόμου». Το είχαν αναλάβει άλλοι, υπέρλαμπροι αστέρες, με ικανότητα να πείθουν τον τηλεθεατή με ατέλειωτο μπλα-μπλα, σοβαρή (;) φυσιογνωμία και σηκωμένα φρύδια!
Ύστερα, ήρθαν οι περικοπές και οι εθελουσίες, που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στην όποια όρεξη είχε απομείνει σε κάποιους για δουλειά. Οι περισσότεροι από την «παλιά φρουρά» έκαναν χρήση του δικαιώματος να πάρουν την αποζημίωσή τους και να φύγουν. Κι αυτοί ήταν οι τυχεροί… Γιατί, όσοι έμειναν το μετανιώνουν καθώς, όχι αποζημίωση δεν μπορούν να ονειρεύονται, αλλά ούτε καν τους μισθούς των τελευταίων μηνών!
Τώρα πια, τα «ποντίκια» που μεσουρανούσαν μέσω των τηλεπαραθύρων τα τελευταία χρόνια, αντιλήφθηκαν ότι το καράβι βουλιάζει και σπεύδουν να το εγκαταλείψουν αφήνοντας στην τύχη τους (ή την ατυχία τους) τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Άλλωστε, τι ανάγκη έχουν να κάθονται ν’ ακούνε τις γκρίνιες και τις αγωνίες των συναδέλφων τους; Έτσι κι αλλιώς, αυτοί δεν θα χαθούν. Θα τους φροντίσει το σύστημα… Η διαπλοκή, ντε. Αυτή που… χτυπάμε!
Από το Μάρτιο του 2004, δεν ανήκω στο δυναμικό του MEGA… Την υγιή και ζεστή ατμόσφαιρα που έζησα σε αυτό, τη βρήκα για αρκετά χρόνια στο ALTER. Όμως, έμελλε να ήταν το πρώτο κανάλι που κατέβασε «ρολά» εξ αιτίας των ιδιοκτητών του. Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται -πάντα από την δυσάρεστη πλευρά της… Όσο έγινε κομμάτι της ζωής μου το ALTER και πόνεσα γι’ αυτό, άλλο τόσο (ίσως και περισσότερο) πονάω τώρα για το MEGA και τους συναδέλφους όλων των ειδικοτήτων, με πολλούς από τους οποίους δούλεψα επί 15 ολόκληρα χρόνια. Γιατί –είπαμε- «Ήμουν κι εγώ εκεί»!
(το άθρο αναρτήθηκε στην προσωπική σελίδα του Μάνου Τσαγκαράκη στο facebook) 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η γνώμη σας μετράει για μάς