Το πραγματικό ερώτημα που κινδυνεύει να κρυφτεί πίσω από τις αντεγκλήσεις για τις “διαγραφές μελών της ΕΣΗΕΑ” είναι αν έχουμε τη δημοσιογραφία που μας αξίζει ή αν αξίζουμε μιαν άλλη δημοσιογραφία
Αχός βαρύς ακούγεται και πολλά παλικάρια σφάζονται σε διαδικτυακές μάχες μετά την “απόφαση της ΕΣΗΕΑ” που διαγράφει τρία μέλη της και εγκαλεί μερικά ακόμη για “τη στάση τους στο δημοψήφισμα”. Και όπως συνηθίζεται στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας μέχρι να καταλαγιάσει η σκόνη τα περισσότερα από όσα ακούγονται δεν έχουν στοιχειώδη βάση.
Εν πρώτοις, για να μιλάμε με πραγματικά στοιχεία, δεν υπάρχει καμιά απόφαση κάποια μυθικής ΕΣΗΕΑ γενικώς, ούτε απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, όπως υπονοείται. Υπάρχει απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που ..
Και σε κάθε περίπτωση προφανώς ο αρχισυντάκτης της εκπομπής του Κ. Μπόγδανου, λόγου χάριν, δεν διαγράφτηκε “επειδή εξέφρασε γνώμη”. Δεν νομίζω άλλωστε ότι υπάρχουν πολλοί από τους χιλιάδες δημοσιογράφους που να γνωρίζουν ποια ήταν η γνώμη του συγκεκριμένου αφού δεν εκφράστηκε ποτέ δημοσίως. Άρα, το ζητούμενο είναι να υπάρξει ψυχραιμία και να μιλήσουμε όταν έχουμε στη διάθεσή μας τα στοιχεία της έγκλησης και το σκεπτικό της απόφασης.
Αυτό όμως που μπορεί να τεθεί άμεσα σε συζήτηση, και εάν δεν κρυβόμαστε πίσω απο το δάχτυλό μας έχει ήδη τεθεί δημοσίως, από παρεμβάσεις απλών και “επώνυμων” πολιτών αλλά και πολλών φορέων, είναι εάν η εικόνα της σημερινής δημοσιογραφίας ικανοποιεί τους πολίτες, εάν οι “εκφραστές της κοινής γνώμης” την... εκφράζουν στις ποικίλες και πολύπλευρες διαστάσεις της, εάν ιστορούμε όσα συμβαίνουν, ή εάν κατασκευάζουμε... μυθιστορήματα και γράφουμε προπαγανδιστικές μπροσούρες.
Δυστυχώς η απάντηση είναι απλή και όχι μόνο γιατί αυτό πιστεύουν οι περισσότεροι πολίτες, όπως έχει καταδειχτεί και από σχετικές έρευνες. Αλλά γιατί μια ορισμένη δημοσιογραφική ελίτ, ένα λόμπι του όλου δημοσιογραφικού κόσμου στην πραγματικότητα, δεν λειτουργεί σεβόμενο τους (απλούς) κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας και, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες.
Είναι αλήθεια ότι “αντικειμενική” κάλυψη οποιουδήποτε γεγονότος δεν υπάρχει, πολύ περισσότερο ιστορικών στιγμών όπως αυτή του δημοψηφίσματος. Θα ήταν παράλογο να διχάζονται οικογένειες, να χαλάνε φιλικές σχέσεις ετών, να μην μιλιούνται κυριολεκτικά άνθρωποι που έχουν φάει μαζί ψωμί κι αλάτι, και η δημοσιογραφία να μένει ανέγγιχτη.
Προφανώς και οι δημοσιογράφοι έχουν άποψη και είναι λογικό να την καταθέτουν και να την υπερασπίζονται. Αλλά δεν είναι λογικό ούτε επιτρεπτό να το κάνουν καταπατώντας κάθε έννοια αμεροληψίας. Γιατί αυτό ακριβώς περιμένει η κοινωνία από τη δημοσιογραφία και τους επαγγελματίες του χώρου.
Να διατηρήσουν πρώτα πρώτα την ψυχραιμία τους και, στη συνέχεια, να εξασφαλίσουν με τη δουλειά τους την ισότιμη προβολή όλων των απόψεων, ζητώντας από κάθε πλευρά το αυτόνοητο: να εξηγήσει με σαφή, εμπεριστατωμένα επιχειρήματα τη θέση της. Να εγκαλέσουν λοιπόν όποιον δεν το κάνει, ανεξαρτήτως της θέσης που πρεσβεύει, και να μην αφήσουν να κυριαρχήσει η “λογική” της εξυπνακίστικης ατάκας, των απολίτικων κραυγών ή ακόμα και των προπηλακισμών.
Η δημοσιογραφία γενικώς, αλλά πολύ περισσότερο σε κρίσιμες ώρες, όπως τα δημοψηφίσματα, οφείλει να διασφαλίζει την ψυχή της δημοκρατίας, την ισότιμη μεταχείριση όλων, και την ψυχή της δικαιοσύνης, την (ισότιμη) “δημοσίευση” όλων των απόψεων.
Αυτό το απλό και προφανές, δεν υπήρξε “κεκτημένο” για την ελληνική δημοσιογραφία και ιδίως την τηλεοπτική, το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος. Και για αυτό ένας ολόκληρος κλάδος που προσπαθούσε να κάνει -κάτω από δύσκολες συνθήκες- καλά τη δουλειά του, εξ αιτίας της ιδιοτελούς συμπεριφοράς μιας ελίτ, λοιδωρήθηκε και κυριολεκτικά τα λούστηκε, ακούγοντας χιλιάδες λαού να φωνάζουν σαν ένας άνθρωπος “Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι”.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι αυτή τη συζήτηση έπρεπε να την κάνουμε, ως κλάδος και ως σωματεία, τότε. Και ευθυνόμαστε όλοι γιατί δεν το κάναμε. Βολευτήκαμε οι περισσότεροι ότι ΚΑΙ αυτό άλλη μια φορά θα περάσει. Αλλά δεν περνάνε όλα χωρίς να αφήσουν σημάδια. Και τα σημάδια είναι ορατά και -το χειρότερο- οι πληγές ανοιχτές στο σώμα της δημοσιογραφίας.
Οι κραυγές δεν βοήθησαν τότε αυτούς που τηλεοπτικά τις σιγοντάρισαν, αυτούς που προσπάθησαν να υπάρξει η ομοφωνία των... νεκροταφείων! Αντίθετα δυνάμωσαν την αντίθεση, όσους ήθελαν να δηλώσουν ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν, οδηγώντας τους μαζί με το άλλο “όχι”, το σημαντικό, να πουν και “όχι” στη σημερινή δημοσιογραφία. Και, δυστυχώς και πάλι, δεν είχαν άδικο.
Οι θεαματικότητες των συγκεκριμένων καναλιών που πρωτοστάτησαν σε αυτόν τον ιδιότυπο “κιτρινισμό” κατέρρευσαν, και μαζί τους κατέρρευσε ακόμα ένα κομμάτι της αξιοπιστίας του δημοσιογραφικού κλάδου, κάτι που καθιστά δυσχερέστερη την επιτυχή διεκδίκηση θέσεων εργασίας, δικαιωμάτων και αμοιβών, έστω κι αν δεν μπόρεσε να το δει (και αυτό!) η ΕΣΗΕΑ.
Κανάλια που “αποφασίζουν” ποιο είναι το σωστό και το λάθος για μια ολόκληρη κοινωνία, και αποφασίζουν να το επιβάλουν με όλους τους (αντιδεοντολογικούς) τρόπους, εφημερίδες που “θεωρούν” ότι είναι υπερ – κόμμα που απλώς (;) δεν έχει κατέβει στις εκλογές και δεν έχει κριθεί από τους πολίτες, και σάιτ που κόβοντας και ράβοντας ό,τι τους συμφέρει διεκδικούν το δικό τους κομμάτι διαπλοκής.
“Χάος” μεν, πολύ εξυπηρετικό για ορισμένους δε: Για τα τρωκτικά των (κατευθυνόμενων) διαφημίσεων, τους λαγουμιτζήδες των κατασκευασμένων δημοσιευμάτων και όσους θέλουν τα πάντα να πάψουν να είναι πολιτική και να υποβαθμιστούν σε παραπολιτική.
Καθαροί λογαριασμοί λοιπόν, να εξηγούμαστε: Αυτό το “χάος” πρέπει επιτέλους, με διαφάνεια και ανοιχτό δημοκρατικό διάλογο, να τακτοποιηθεί. Κανόνες λοιπόν, σαφείς και διαφανείς, για όλους, τώρα. Γιατί οι καιροί ου μενετοί και ο κόσμος -δικαιολογημένα- δεν κοιτά τη δική μας μελαγχολία.
*Ο Βαγγέλης Δεληπέτρος, είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η γνώμη σας μετράει για μάς