Στην λαϊκή αγορά του Σιάτλ, οι περαστικοί αντιμετώπισαν ένα παράδοξο θέαμα. Όπως διαβάζουμε σε δημοσίευμα των New York Times, έβλεπαν τον 29χρονο Τζον Μορφιλντ να τους χαμογελάει, να τους κουνάει το χέρι και να τους χαιρετάει. Οι περισσότεροι πίστεψαν ότι ο νεαρός είχε βάλει υποψηφιότητα για πολιτικός.Στην πραγματικότητα ο Τζον είναι αρχιτέκτονας χωρίς δουλειά. Το κιόσκι του γράφει «Αρχιτεκτονική μόνο με 5 σεντς». Πάνω στον πάγκο είχε ένα τσίγκινο κουτάκι για τα κέρματα. Για 5 σεντς απαντούσε σε οποιαδήποτε αρχιτεκτονική ερώτηση είχαν οι περαστικοί.
Μέσα στο 2008, ο Τζον έχασε δύο δουλειές. Στην αρχή νόμισε ότι θα μπορούσε να τη σκαπουλάρει κάνοντας αρχιτεκτονική δουλειά για τους φίλους του και την οικογένειά του. Όταν όμως και από κει σταμάτησε να βλέπει φως, έστησε το κιόσκι του. Νέος και χωρίς εντυπωσιακές δουλειές στο βιογραφικό του, αποφάσισε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να βρει δικούς του πελάτες. «Δεν ήξερα τι να κάνω» δηλώνει. «Δεν είχα άλλη επιλογή. Η ύφεση δεν μου άφησε περιθώρια και έπρεπε να βρω μια λύση».
Με την αμερικανική οικονομία σε ύφεση και την κατάρρευση των εργολαβικών έργων πάρα πολλοί σχεδιαστές και αρχιτέκτονες βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας τον τελευταίο χρόνο. Σύμφωνα με τις στατιστικές, πέρσι τον Ιούλιο 224,500 αρχιτέκτονες έμειναν άνεργοι ενώ το νούμερο είχε μειωθεί στους 184,600 τον Νοέμβρη.
«Είναι δύσκολο για κάποιον να βρει καταφύγιο όταν η οικονομία καταρρέει» δήλωσε ο Κέρμιτ Μπέικερ, ανώτερος οικονομολόγος του American Institute of Architects. «Δεν υπάρχουν υγιείς κλάδοι πλέον».
Και κανείς δεν ξέρει πότε θα αλλάξουν τα πράγματα συνεχίζει το δημοσίευμα. Τα αρχιτεκτονικά γραφεία ακόμα απολύουν κόσμο και σύμφωνα με τον κύριο Μπέικερ αυτό δεν θα σταματήσει μέχρι το δεύτερο μισό του 2010. Οπότε, πολλοί από τους νέους επαγγελματίες βρίσκουν διαφορετικές λύσεις στο πρόβλημά τους.
Όταν η 26χρονη Νατάσα έχασε τη δουλειά της πέρσι ως σχεδιάστρια σε τμήμα της Walt Disney, μαζί με την 27χρονη φίλη της Φρέια που ασχολείτο με κτηματομεσιτικά έστησαν μια εταιρία πουλώντας τα παγωτά της Νατάσας. Τα παγωτά είχαν ευφάνταστα ονόματα και ιδιαίτερες γεύσεις και αμέσως έγιναν επιτυχία.
«Πιστεύω ότι είναι μια καλή περίοδος για να δοκιμάσει κανείς διαφορετικά πράγματα» δηλώνει η Νατάσα. «Μπορεί κανείς να κάνει πράγματα που πάντοτε τον ενδιέφεραν». Πλέον παρέχουν υπηρεσίες catering για την πρώην εταιρία της Νατάσας.
Αρχικά οι δύο κοπέλες αγόρασαν ένα παλιό φορτηγάκι το οποίο με 10,000 δολάρια το έκαναν αγνώριστο. Τώρα έχουν επτά υπαλλήλους, βγάζουν αρκετά χρήματα και σκέφτονται να επεκτείνουν την εταιρία τους.
Η Λέι Αν δούλευε ως σχεδιάστρια σε αρχιτεκτονικό γραφείο και πέρσι έμεινε άνεργη. Αφού έψαξε πολύ για να βρει δουλειά αποφάσισε να μετακομίσει στο Μισισίπι και να προσέχει την άρρωστη γιαγιά της. Η Λέι Αν, πλέον μένει πάνω από το γκαράζ των γονιών της και πλέον μπορεί να ασχοληθεί με την κεραμική. Μετέτρεψε έναν αχυρώνα των γονιών της σε στούντιο, έχει κάνει αίτηση για μαθήματα κεραμικής με την ελπίδα να γίνει μια επιτυχημένη επαγγελματίας κάποια στιγμή. «Δεν πίστευα ότι όταν θα γίνω 30 θα κάνω κάτι τέτοιο αλλά με εμπνέει πολύ και μου αρέσει που είμαι κοντά στους δικούς μου. «Το να είσαι κοντά στην οικογένειά σου σε γλιτώνει από πολλά έξοδα. Αισθάνομαι πιο ελεύθερη».
Η 33χρονη Ντέμπι απολύθηκε από ένα μικρό γραφιστικό γραφείο πέρσι και έκανε κάποιες λίγες δουλειές μόνη της. Στον ελεύθερό της χρόνο έπλεκε ζωάκια όπως χταπόδια και ψάρια. Μετά από προτροπή αναγνωστών του blog της άρχισε να τα πουλάει σε μαγαζιά. Τους τελευταίους μήνες, τα ζωάκια αυτά…πληρώνουν το ενοίκιο.
«Πιστεύεις ότι είσαι καλά επαγγελματικά και γίνεται μια οικονομική ύφεση και συνειδητοποιείς ότι απλά η δουλειά σου πήγαινε καλά επειδή η αγορά ήταν υγιής» δηλώνει. «Η ύφεση με ανάγκασε να πιεστώ και να ωριμάσω. Το μότο μου είναι να μην λες όχι σε τίποτα.»
Ο 38χρονος Ρίτσαρντ έχασε τη δουλειά του πέρσι και έπρεπε να βρει δουλειά για να συντηρήσει την γυναίκα του και τα δύο του ανήλικα παιδιά. Ήταν η περίοδος της εκλογής Ομπάμα οπότε και ήταν τρομερά αισιόδοξος. Μέσα σε 3 μήνες, είχε στείλει 150 βιογραφικά και πολλές φορές έκανε αίτηση για δουλειές για τις οποίες είχε περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτούνταν. Πήγε μόνο σε μια συνέντευξη.
Τελικά, δουλεύει σαν οδηγός σχολικού λεωφορείου. «Αισθάνεσαι ότι είναι ένας χρόνος της ζωής σου χαμένος» δηλώνει ο Ρίτσαρντ. «Είναι χαμένα χρήματα και χαμένη εμπειρία. Πρέπει όμως να παραμείνεις θετικός και να κοιτάς μπροστά. Το βλέπω σαν εκπαίδευση. Ανοίγει πιο πολλές πόρτες και δεν γνωρίζεις πότε θα σου χρειαστεί.»
Όσο για τον Τζον τον αρχιτέκτονα από το Σιάτλ, όταν ξεκίνησε το κιόσκι του πίστευε ότι ήταν μια προσωρινή λύση μέχρι να βρει μια δουλειά. Τελικά, είχε τόσες επαγγελματικές προτάσεις οπότε και συνειδητοποίησε ότι θα έβγαζε αρκετά χρήματα δουλεύοντας μόνος του. Πέρσι έβγαλε περισσότερα από 50,000 δολάρια. Όταν δούλευε για άλλους, δεν είχε βγάλει τέτοια χρήματα. Πιστεύει ότι θα τα πάει καλύτερα του χρόνου.
«Έχει εξελιχθεί σε αυτό που ήθελα να κάνω. Έχει πολύ δουλειά, είναι τρομακτικό αλλά το απολαμβάνω. Αν κάποιος μου προσέφερε 80,000 δολάρια να κάτσω πίσω από την οθόνη ενός υπολογιστή δεν θα το έκανα.»
Διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα:
http://www.nytimes.com/2010/01/21/garden/21architects.html