Εκανε όλους να κλαίνε με τη μαρτυρία του στη συνέντευξη τύπου που οργάνωσε η ΠΟΕΣΗ (Ομοσπονδία των δημοσιογραφικών Ενώσεων της χώρας) για να ανακοινώσει οτι καταθέτει μηνυτήρια αναφορά για την βία που ασκήθηκε στους πολίτες και -στοχευμένα -στους ανθρώπους της ενημέρωσης . Ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος μίλησε απο την καρδιά του, με μιά φωνή δυνατή όχι μόνο απο την αγανάκτιση αλλά και γιατί δεν ακούει καθόλου μετά την έκκρηση χειροβομβίδαν κρότου λάμψης που πέταξαν αστυνομικοί σκόπιμα μερικά εκατοστά απο το πρόσωπό του στή διαδήλωση της 15ης Ιουνίου. Ενα απο τα θύματα της παράλογης και εκτεταμένης αστυνομικής βίας. Παραθέτουμε το κείμενο της ομιλίας του χωρίς κανένα άλλο σχόλιο.
Αγαπητές φίλες, φίλοι και συνάδελφοι
Δεν μπορώ να σας ακούσω αλλά μπορώ να σας μιλήσω. Αυτό λοιπόν θα κάνω τώρα.
Συγχωρήστε με, αλλά είναι ο μοναδικός τρόπος για να επικοινωνήσω μαζί σας και λυπάμαι που δεν άκουσα τους αγαπητούς συναδέλφους μου να μιλούν.
Είμαστε όλοι εδώ όχι ως ικέτες ή ελεήμονες. Είμαστε αρκετά αξιοπρεπείς όλοι μας.
Είμαστε εδώ για να διαμαρτυρηθούμε.
Έτυχε εγώ να είμαι ο βαρύτερα τραυματισμένος από την αστυνομική βία, που έλαβε χώρα τις τελευταίες δύο εβδομάδες στη χώρα μας. Ευτυχώς δεν ήταν κάποιος νεότερος ή κάποιο παιδί, από τα χιλιάδες που υπήρχαν στις διαδηλώσεις.
Ουσιαστικά το συμβάν συνέβη την στιγμή που κάλυπτα και μετέδιδα τα επεισόδια, όταν μετά από εντολή διοικητή διμοιρίας των ΜΑΤ μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης έσκασε λίγα εκατοστά μπροστά μου αφήνοντάς με κωφό, παρά την επίδειξη της δημοσιογραφικής μου ταυτότητας. Ακολούθησαν και άλλες σκηνές αστυνομικής βίας και παρανομίας εναντίον μου αλλά η παραπάνω είναι η σημαντικότερη και η μοιραία.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως είμαστε κι εμείς μέρος των «παράπλευρων απωλειών» της ανεξέλεγκτης βίας των ΜΑΤ, η οποία κατά την ταπεινή μου άποψη ξεπέρασε κάθε προηγούμενο τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το ότι δεν είχαμε νεκρούς εγώ το αποδίδω σε θαύμα.
Όλοι οι συνάδελφοί μου, δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ, τεχνικοί, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες πέσαμε θύματα αυτών των ενεργειών που μόνο απέχθεια και προβληματισμό μπορούν να προκαλέσουν για την «ποιότητα» της Δημοκρατίας μας.
Όταν οι αστυνομικές δυνάμεις έριξαν σε μερικές ώρες την 29 Ιουνίου, 2.800 χημικά-όταν συνήθως δεν χρησιμοποιούνται πάνω από 140-τι να σχολιάσει κανείς;
Να ξέρει ο λαός πως όλοι μας, εμείς οι άνθρωποι του τύπου και της ενημέρωσης, από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ έως τους τεχνικούς είμαστε αλληλέγγυοι και αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Σαφέστατα υπάρχουν και τα «κακώς κείμενα» αλλά αυτά είναι λίγα και ανούσια μπροστά στην πλειοψηφία των χιλιάδων εργατών του τύπου.
Γιατί κι εγώ εργάτης είμαι. Και εγώ φοβάμαι για το αύριο. Και εγώ έχω απολυθεί. Και εγώ έχω αγχωθεί για το πώς θα τα «βγάλω πέρα». Και εγώ αναρωτιέμαι που θα βρω τα χρήματα να πληρώσω τους λογαριασμούς μου και έχω μείνει ξάγρυπνος από τις σκέψεις.
Γιατί και η δημοσιογραφία στενάζει. Έχουμε κι εμείς ανέργους. Απλήρωτους. Συναδέλφους που υποφέρουν. Δεν ζούμε και εργαζόμαστε σε έναν «αγγελικά πλασμένο κόσμο» όπως πολλοί νομίζουν. Είναι και το δικό μας ψωμί, πικρό.
Ο λαός, οι συμπολίτες μας να ξέρουν πως μας έχουν δίπλα τους. Όχι μόνο γιατί θέλουμε, αλλά και γιατί είμαστε υποχρεωμένοι.
Είμαστε υποχρεωμένοι να προστατέψουμε αυτή την έρημη Δημοκρατία που έχει περάσει τα πάνδεινα στη χώρα μας.
Θέλω να σας πω πως αυτό που με τρόμαξε περισσότερο, είναι η «σιωπή» της πολιτείας απέναντι σε όλα αυτά που έγιναν. Τουλάχιστον βρέθηκε χθες ο υπουργός Δικαιοσύνης κύριος Μιλτιάδης Παπαϊωάννου που ζήτησε μία «συγνώμη» δημοσίως, και τον ευχαριστώ, έστω και τρεις εβδομάδες μετά…
Μια συγνώμη που δεν ανήκει σε μένα μόνο, αλλά σε όλους τους συμπολίτες και συναδέλφους που τραυματίστηκαν αναίτια από τη δράση των ΜΑΤ.
Αγαπητές φίλες, φίλοι και συνάδελφοι
Εύχομαι-και θέλω-να είμαι ο τελευταίος. Δεν λύνονται τα προβλήματα με τη βία. Δεν πρέπει να λύνονται με τη βία. Τα προβλήματα σε μια Δημοκρατία μεταξύ πολιτών και κράτους λύνονται με τον διάλογο. Και πρέπει να λύνονται με τον διάλογο.
Τον λόγο τώρα τον έχει η Δικαιοσύνη η οποία πιστεύω πως θα ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο που έχει δημιουργηθεί από την υπέρμετρη χρήση πολλών «τακτικών και πολιτικών χημικών».
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω για την αμέριστη συμπαράστασή τους το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΟΕΣΥ και της ΕΣΗΕΑ, τον ΕΔΟΕΑΠ και το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ καθώς και όλους τους συναδέλφους μου, που μου έχουν σταθεί σαν πραγματική οικογένεια, νιώθοντας τυχερός μέσα στην ατυχία μου.
Και κλείνοντας, θα ήθελα να απαντήσω στον αξιότιμο αντιπρόεδρο της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αττικής κ. Δημήτρη Ντούμα που έγραψε ότι στις διαδηλώσεις βρίσκονται: «ΔΗΘΕΝ “κοινωνικοί αγωνιστές”, πρεζάκηδες, χαοτικοί, πρόστυχες γυναίκες, ξεπεσμένοι συνδικαλιστές, χούλιγκαν, σκίνχεντ και το κάθε “καρυδιάς καρύδι”, που ερχόταν και “ξεφόρτωνε” μπροστά στους Συναδέλφους μας».
Δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Εμείς που ήμασταν εκεί ξέρουμε. Και τους παρακρατικούς τους είδαμε και ξύλο φάγαμε και χημικά με τον τόνο εισπνεύσαμε. Και μάλιστα από την καινούργια παραγγελία της ΕΛ.ΑΣ. από την Βραζιλία, τις λεγόμενες «παπαρούνες».
Αξιότιμε κύριε Ντούμα, στις διαδηλώσεις ήταν άνθρωποι του μεροκάματου που βλέπουν πως δεν μπορούν να ζήσουν, νέοι με κατεστραμμένο μέλλον και ηλικιωμένοι που δεν έχουν να φάνε. Οικογενειάρχες. Σαν εσάς, σαν κι εμένα σαν εκατομμύρια συμπολίτες μας.
Και αν ήταν πόρνες ήμουν και εγώ μια πόρνη. Γιατί μπορεί να είναι πόρνες στο σώμα αλλά όχι στην ψυχή.
Αν ήταν «πρεζάκηδες», είμαι κι εγώ ένας «πρεζάκιας». Τρέχει δηλητήριο στο αίμα τους μα όχι στην καρδιά τους.
Και αν ήταν «Σκίνχεντ» είμαι και εγώ «Σκίνχεντ». Και για του λόγου το αληθές μπορείτε να έρθετε σε λίγο καιρό στο νοσοκομείο, όταν λίγο πριν το χειρουργείο θα μου ξυρίζουν το κεφάλι για να μου ανοίξουν το κρανίο να μπουν τα εμφυτεύματα.
Και αν ήταν «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» είμαι και εγώ ένας «αλήτης, ρουφιάνος, δημοσιογράφος» γιατί έμαθα να είμαι στο πεζοδρόμιο και να μεταδίδω όλα όσα βλέπω στους συμπολίτες μου, με όποιο τίμημα…
Σας ευχαριστώ!