Της
ΑΝΝΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
Ο αείμνηστος Σεραφείμ
Φυντανίδης, στον οποίο θητεύσαμε πολλοί και πήραμε συγκλονιστικά μαθήματα δημοσιογραφίας,
παρακολουθώντας ξένα συνέδρια, κι όταν άρχισε να διαφαίνεται η μείωση της
κυκλοφορίας των εφημερίδων εξαιτίας της τηλεόρασης, έλεγε πως στο τέλος θα
μείνουν τέσσερις εφημερίδες δυο καλές και δυο κακές ή ακόμη και μια από κάθε
είδος.
Η αλήθεια είναι πως αν η
τηλεόραση δημιούργησε προβλήματα στις εφημερίδες το διαδίκτυο τους άλλαξε τα
φώτα και τα μνημόνια ήρθαν και τις αποτελείωσαν.
Ελάχιστα έντυπα αυτή τη στιγμή που μιλάμε με οικονομικούς όρους, όσο κι
αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, είναι βιώσιμα. Και σ΄ αυτό βέβαια δεν φταίνε
συνάδελφοι διότι δεν είχαν ούτε έχουν εκείνοι τις πρωτοβουλίες των κινήσεων…
Το διαδίκτυο είναι καινούργιο
κοσκινάκι, που ...
συμβαίνει στη χώρα μας, και έλκει το κοινό.
Κι είναι λογικό γιατί η μονομερής επικοινωνία γίνεται διαδραστική. Ο Πολ
Βατζλάβικ μελετώντας την ανθρώπινη συμπεριφορά μιλούσε για τη σπουδαιότητα της
διαδραστικής επικοινωνίας αλλά και τις στρεβλώσεις που δημιουργεί, όταν υπάρξει
παρερμηνεία.
Στην Ελλάδα, είμαστε μανιώδεις
του καινούργιου, όταν πρόκειται για τεχνολογία, χωρίς όμως ν΄ αλλάζουμε
νοοτροπία απέναντι στην αντιμετώπισή της. Το διαδίκτυο δημιούργησε τρομακτικές
ευκαιρίες για πληροφόρηση και μάλιστα λιγότερο ελεγχόμενη. Αυτό έχει δυο
αναγνώσεις. Το πρώτο ,είναι πως στη θέση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης πια
αναδύονται νέα εκδοτικά εγχειρήματα. Tο δεύτερο, είναι πως ο κλάδος των δημοσιογράφων αρνείται να
προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα, η οποία είναι γεγονός.
Οι δημοσιογράφοι στη συντριπτική τους
πλειοψηφία είδαν ευκαιριακά και συγκυριακά το θέμα με το διαδίκτυο – με τη
λογική της αρπαχτής ή έστω της ανάγκης για ενίσχυση του εισοδήματος – και δεν
είδαν τη φάκα της μείωσης των μισθών και της κοινωνικής εξαθλίωσης.
Τα απανωτά μνημόνια, η μείωση
του ποσοστού της διαφήμισης λόγω της αδυναμίας των επιχειρήσεων ν΄ αποπληρώσουν
τις υποχρεώσεις τους έγινε ταφόπλακα για τον κλάδο, που σήμερα ασχολείται μόνο
με το θέμα των απολύσεων και των περικοπών. Από τη μιντιακή υπερπαραγωγή
προηγούμενων δεκαετιών, λόγω και των ουκ ολίγων επιχειρηματιών – διαττόντων
αστέρων με πολλά ερωτηματικά - περάσαμε σε εποχές πενίας, με τους περισσότερους
δημοσιογράφους, τεχνικούς , διοικητικό προσωπικό να είναι άνεργοι ή σε
επισχέσεις και πολλοί μάλιστα άνεργοι επί μακρό χρονικό διάστημα, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται.
Ο δημοσιογράφος του σάιτ είναι
ταυτόχρονα δημοσιογράφος, υλατζής αφού περνά τίτλους, αντιγραφέας, καθώς
αναγκάζεται να παρακολουθεί διαρκώς και τ΄ άλλα σάιτ, αρχισυντάκτης κι
επιλογέας φωτογραφιών, διορθωτής, κάνει ενίοτε και δουλειά της ένθεσης, ενίοτε
είναι και φωτογράφος ή κάμερα μαν, με τα σύγχρονα μέσα που του δίνει η
τεχνολογία και συχνά τα νέα μιντιακά μέσα τον καλούν να είναι κι εμπορικός
αντιπρόσωπος της εταιρίας.
Δεν είναι κακό να ξέρει
κάποιος πέρα από τη μύτη του και σέβομαι απόλυτα τη δουλειά στα σάιτ, που είναι
εξαιρετικά δύσκολη. Ο σύγχρονος διαδικτυακός δημοσιογράφος δυσκολεύεται να
ασχοληθεί με την ερευνητική δημοσιογραφία με την πρωτόλεια είδηση που είναι και
το ζητούμενο. Είναι κολλημένος σε μια οθόνη υπολογιστή ή κινητού τηλεφώνου για
να δει «τι παίζει…», με ό,τι αυτό
συνεπάγεται και για την υγεία του, τα μάτιά του, τα χέριά του κ.ά. Κυνηγώντας
πολλά καρπούζια στην ίδια μασχάλη κινδυνεύει και δεν καταφέρνει να πιάσει το
καρπούζι, που όντως του αναλογεί.
Από την άλλη πλευρά, οι
σύγχρονοι μάνατζερ, δεν αντιλαμβάνονται ότι η δημοσιογραφία δεν είναι μετρήσιμη
σε εργατοώρες. Μπορεί ένας δημοσιογράφος να δουλεύει ένα θέμα μια εβδομάδα για
να βγάλει κάτι που θα κάνει το μπαμ. Πριν την κρίση στις εφημερίδες το είχαμε
αυτό το δικαίωμα στην έρευνα, που σήμαινε ποιότητα δουλειάς. Από το φορντικό
σύστημα της δημοσιογραφίας, όπου ο καθένας έκανε μόνο το ρεπορτάζ που μάθαινε,
διαπιστευόταν στο υπουργείο που έπαιρνε κι έμενε εκεί ως το τέλος της ζωής του,
τώρα περάσαμε σε μια εξοντωτική διαδικασία όπου ο δημοσιογράφος πάσχει από το
σύνδρομο του Τιραμόλα. Είναι ο άνθρωπος που βουλώνει όλες τις …τρύπες! Είναι
καλό να γνωρίζει και ν΄ αξιολογεί πέρα από τη μύτη του αλλά το πρώτο ζήτημα
είναι να μπορεί να κάνει δημοσιογραφία.
Και για να μην παρεξηγηθώ,
θεωρώ ιδιαίτερα δύσκολη τη δουλειά στα σάιτ. Αλλά χρειάζεται να πληρώνεται
αξιοπρεπώς αντί να κυνηγά να είναι σε δυο τρία, τέσσερα σάιτ, για να βγάλει
μεροκάματο επιβίωσης και χωρίς ασφάλεια κι ένσημα, τα οποία τον πετούν έξω από
το Ταμείο ΕΤΑΠ – ΜΜΕ. Η ποιότητα της δουλειάς μας – και για λόγους καθαρά
πολιτικούς αλλά και για πρακτικούς – τα τελευταία χρόνια και στις εφημερίδες
εξαιτίας της εντατικοποίησης έχει υποβαθμιστεί.
Το ταμείο των Δημοσιογράφων,
αν συνεχιστούν τα λουκέτα στις εφημερίδες, τα κανάλια πέρα από το PSI κ.ά.,
αναγκαστικά θα διαλυθεί, αν δεν υπάρξει φόρμουλα ώστε και οι νέοι δημοσιογράφοι
να έχουν μια προοπτική για να το παλέψουν αλλά και οι παλιοί, που βρέθηκαν
εκτός μίντια, να έχουν να βρουν δουλειά. Χρειάζεται και να στηριχθούν
συνεταιριστικά σχήματα αλλά και να υπάρξει δυνατότητα για ατομικές ή
συνεταιριστικές εταιρίες δημοσιογράφων ή τεχνικών, μέσα από οικονομικά
προγράμματα ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Προσωπικά έχοντας κλείσει την
περίφημη εικοσαετία παρόλο που διαλύθηκε η Ελευθεροτυπία έχω το δικαίωμα της
αυτασφάλισης για μια πενταετία, αν και το κόστος είναι απαγορευτικό σε σημείο
να σε αποτρέπει να μείνεις στον κλάδο.
Αλλά ένας συνάδελφος 5 ή 10 ή
15 χρόνων είναι λιγότερο… δημοσιογράφος από μένα; Ε, δεν είναι…
Η αδυναμία και του ταμείου και
των δημοσιογράφων αλλά και της πολιτείας να καλύψει αυτό το κενό στην ασφάλιση
δημιουργεί σημαντικές στρεβλώσεις κι ενίοτε αναγκάζει και συναδέλφους να
μεταναστεύουν, να προτιμούν ακόμη και να μείνουν στο σπίτι με την οικογένεια ή
να δουλεύουν με χρήματα κάτω από το τραπέζι, γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα να
πληρωθούν κανονικά, χωρίς να βγουν από το ταμείο οι ίδιοι κι οι οικογένειές
τους. Εκτός αν αύριο δεν θέλουμε να υπάρχουν δημοσιογράφοι…/
Άννα Στεργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η γνώμη σας μετράει για μάς